θηρατικός

θηρατικός
θηρ-ᾱτικός, ή, όν,=
A

θηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628

(s.v.l.), cf. Gal.Protr.6;

ἔργα Ael.NA14.5

; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.).
2 fit for winning, τὰ θ. τῶν φίλων the arts for winning friends, X.Mem.2.6.33.
3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηρατικός — θηρατικός, ή, όν (Α) [θηρατής] 1. κυνηγετικός 2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.) 3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» τα τεχνάσματα με τα… …   Dictionary of Greek

  • θηρατικός — θηρᾱτικός , θηρατικός given by the hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικά — θηρᾱτικά , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc pl θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc/acc dual θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικῶν — θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter fem gen pl θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικόν — θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter masc acc sg θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού …   Dictionary of Greek

  • θηρατικαῖς — θηρᾱτικαῖς , θηρατικός given by the hunter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικαί — θηρᾱτικαί , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικοῖς — θηρᾱτικοῖς , θηρατικός given by the hunter masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικοί — θηρᾱτικοί , θηρατικός given by the hunter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρατικοῦ — θηρᾱτικοῦ , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”